αδιπόκηρος

αδιπόκηρος
Κηρώδης ουσία που προκύπτει από την αλλοίωση των λεπιδίων κατά την αποσύνθεση των πτωμάτων. Λέγεται και πτωματόκηρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”